καταγεμίζω

καταγεμίζω
1. μετ. переполнять; набивать битком;
2. αμετ. переполняться, набиваться битком, заполняться до отказа

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καταγεμίζω" в других словарях:

  • καταγεμίζω — (Α καταγεμίζω) γεμίζω κάτι εντελώς, υπερπληρώ («καταγέμισε τη βάρκα με ψάρια») …   Dictionary of Greek

  • καταγεμίζω — καταγέμισα, καταγεμίστηκα, καταγεμισμένος 1. γεμίζω κάτι έως επάνω: Καταγέμισες τα ποτήρια κρασί. 2. γεμίζομαι έως επάνω: Καταγέμισε σήμερα η πλατεία από κόσμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»