- καταγεμίζω
- 1. μετ. переполнять; набивать битком;2. αμετ. переполняться, набиваться битком, заполняться до отказа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καταγεμίζω — (Α καταγεμίζω) γεμίζω κάτι εντελώς, υπερπληρώ («καταγέμισε τη βάρκα με ψάρια») … Dictionary of Greek
καταγεμίζω — καταγέμισα, καταγεμίστηκα, καταγεμισμένος 1. γεμίζω κάτι έως επάνω: Καταγέμισες τα ποτήρια κρασί. 2. γεμίζομαι έως επάνω: Καταγέμισε σήμερα η πλατεία από κόσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek